ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τμήμα Γεωλογίας - Τομέας Γεωλογίας

 

 

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

 

Ο ρόλος της Νεοτεκτονικής στον καθορισμό της Σεισμικότητας

 

α. Σεισμικότητα και Νεοτεκτονική έρευνα

 

Όπως είναι γνωστό η σεισμικότητα και ο σεισμικός κίνδυνος μιας περιοχής ορίζονται με ποικίλους τρόπους στα πλαίσια της Σεισμολογίας. Σεισμικότητα είναι το μέτρο της σεισμικής δράσης που δίνει πληροφορίες για τη συχνότητα επανάληψης των σεισμών.

 

Για τον ποσοτικό καθορισμό της σεισμικότητας των διάφορων περιοχών χρησιμοποιούνται κυρίως τα δεδομένα των σεισμικών παραμέτρων (μέγεθος, επίκεντρο, βάθος) των σεισμών που καθορίστηκαν με δίκτυο σεισμολογικών σταθμών κατά τον παρόντα αιώνα. Επίσης συμπληρωματικά παίρνονται υπόψη και πληροφορίες για ιστορικούς σεισμούς ή ακόμη και αρχαιολογικές πληροφορίες. Τα πιο πλήρη και αξιόπιστα ιστορικά στοιχεία σεισμών είναι του 19ου αιώνα. Τα παλιότερα στοιχεία είναι πολλές φορές αμφιλεγόμενα και αποσπασματικά και η απουσία τους δεν μπορεί να αναφερθεί σαν επιχείρημα για τη σεισμική ασφάλεια.

 

Παρόλα αυτά και το δείγμα των ιστορικών δεδομένων εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά μικρό σε σχέση με τη γεωλογική ιστορία της Γης, τουλάχιστον την πρόσφατη. Για το λόγο αυτό η έρευνα στράφηκε και στην αναζήτηση γεωλογικών κριτηρίων για τον πληρέστερο καθορισμό της σεισμικότητας των διάφορων περιοχών.

 

Προκειμένου να γίνει με γεωλογικές μεθόδους ο καθορισμός των πιθανών θέσεων των μελλοντικών διαρρήξεων, αναζητούνται βασικά οι θέσεις παλιότερων ρηγμάτων και αυτό γιατί με γεωλογικές μελέτες έχει διαπιστωθεί ότι πολλά από τα παλιά ρήγματα επαναδραστηριοποιήθηκαν πολλές φορές στο παρελθόν και μερικά μάλιστα από αυτά βρίσκονταν σε συνεχή δραστηριότητα για χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλα τα γνωστά γεωλογικά ρήγματα είναι θέσεις μελλοντικής τεκτονικής δράσης. Ο διαχωρισμός των «νεκρών ή ανενεργών ρηγμάτων» από τα «ενεργά ρήγματα» εξακολουθεί να είναι ένα από τα βασικά και δύσκολα προβλήματα της νεοτεκτονικής.

 

Τα τελευταία πάντως χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο κοινή συνείδηση στους γεωεπιστήμονες ότι οι περισσότεροι μεγάλοι επιφανειακοί σεισμοί, (πρόσφατοι και ιστορικοί), συνδέονται άμεσα με προϋπάρχοντα ενεργά ρήγματα που δραστηριοποιήθηκαν αρκετές φορές και στο πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν (Φωτ, 16).

Φωτ. 16. Επιφανειακά ίχνη σεισμικού ρήγματος σε χαλαρά ιζήματα κατά μήκος γνωστού γεωλογικού ρήγματος. (Σεισμός του 1983, Birch Springs ΗΠΑ, Earthquake Information Bulletin, May-June 1985).

 

Ιδιαίτερα εντυπωσιακό και πολύ μελετημένο ρήγμα με πολλές επαναδραστηριοποιήσεις είναι το ρήγμα του Άγιου Αντρέα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, το οποίο είναι ιδιαίτερα ενεργό και σήμερα.

 

Αρκετά παραδείγματα υπάρχουν και στη χώρα μας, όπως εκείνο του σεισμού της Αταλάντης του 1894, της Θεσσαλονίκης του 1978, της Μαγνησίας του 1980 (Σχ. 85), Κορινθίας - Πλαταιών του 1981 (Φωτ. 17) κ.ά. Οι παραπάνω σεισμοί φαίνεται ότι συνδέονται άμεσα με προϋπάρχοντα ρήγματα των περιοχών, τα οποία και επαναδραστηριοποιήθηκαν κατά τους σεισμούς αυτούς και προκάλεσαν νέα επιφανειακά ίχνη.

Σχ. 85. Το Νεοτεκτονικό ρήγμα της Αγχιάλου στο νομό Μαγνησίας και οι επιφανειακές εκδηλώσεις του κατά την επαναδραστηριοποίηση του από το σεισμό του 1980 (Μ = 6.5). Επάνω: χάρτης της περιοχής. Κάτω: Τομή. 1) Υπόβαθρο. 2) Αλλουβιακές αποθέσεις. 3) Κανονικό ρήγμα. 4) Εδαφικές διαρρήξεις. (Κατά Papazachos et al 1983).

 

Φωτ. 17. Η επιφανειακή εκδήλωση του σεισμικού ρήγματος των Πλαταιών (Μ = 6.4, Φεβρουάριος 1 981), το οποίο ακολουθεί γνωστό ενεργό γεωλογικό ρήγμα.

 

Σε πολλές περιπτώσεις είναι τόσο εμφανής η σχέση μεταξύ σεισμών και μεγάλων νεοτεκτονικών ρηγμάτων, ιδιαίτερα εκείνων που παρουσίασαν δραστηριότητα κατά το Τεταρτογενές, ώστε για να μελετηθεί η σεισμικότητα μιας περιοχής, τα γεωλογικά δεδομένα να είναι πολυτιμότατα. Ιδίως όταν λείπουν τα σύγχρονα σεισμολογικά και σεισμοϊστορικά στοιχεία για μια περιοχή, τότε οι γεωλογικές παρατηρήσεις είναι καθοριστικές για τη μελέτη της σεισμικότητάς της.

 

Τα γεωλογικά δεδομένα παίζουν επίσης πρωτεύοντα ρόλο όταν πρέπει να καθοριστεί η σεισμικότητα μιας περιοχής προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για το σχεδιασμό οικοδόμησης μεγάλων έργων (φράγματα, γέφυρες, πυρηνικά εργοστάσια κτλ.).

 

Εντούτοις πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο καθορισμός ποσοτικών παραμέτρων, για να εκφραστούν τα ετερογενή, περιγραφικά και κατά βάση ποιοτικά γεωλογικά δεδομένα, είναι πάντοτε πολύ δύσκολος.

 

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο συνδυασμός σεισμολογικών, σεισμοϊστορικών και γεωλογικών δεδομένων δίνει πάντα την πληρέστερη εικόνα της σεισμικότητας μιας περιοχής. Έτσι ο όρος σεισμικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως πλατύτερη έννοια που περιλαμβάνει τις παρακάτω επιμέρους έννοιες:

α) Γεωλογική σεισμικότητα (Geological seismicity), που αναφέρεται στα σεισμοτεκτονικά γεγονότα που συνέβησαν στο χρονικό διάστημα πριν από 106 μέχρι πριν από 103 χρόνια.

β) Ιστορική σεισμικότητα (Historical seismisity), που στηρίζεται στα ιστορικά καταγραμμένα σεισμικά συμβάντα, τα οποία αναφέρονται στη χρονική περίοδο πριν 103 με 102 χρόνια, και

γ) Σύγχρονη σεισμικότητα (Instrumental seismicity), η οποία είναι γνωστή για το διάστημα 102 με 101 χρόνια και αναφέρεται στους σεισμούς που έχουν καταγραφεί με σεισμολογικά όργανα και έχουν αναλυθεί με σύγχρονες μεθόδους.

 

Γίνεται φανερό λοιπόν ότι για μια ολοκληρωμένη γνώση της σεισμικότητας και κατ' επέκταση του σεισμικού κινδύνου είναι απαραίτητη μια πλατιά ανάλυση όλων των γεωλογικών πληροφοριών. Ξεχωριστής φυσικά σημασίας είναι τα νεοτεκτονικά στοιχεία και ιδιαίτερα εκείνα που αναφέρονται στον καθορισμό των ενεργών ρηγμάτων.

 

 

 

Τεχνική επιμέλεια & Επεξεργασία: Σωτ. Π. Σμπόρας